ὑποστατικά

ὑποστατικά
ὑποστατικός
able
neut nom/voc/acc pl
ὑποστατικά̱ , ὑποστατικός
able
fem nom/voc/acc dual
ὑποστατικά̱ , ὑποστατικός
able
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὑποστατικάς — ὑποστατικά̱ς , ὑποστατικός able fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενανθρώπηση — Η ενσάρκωση του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας, του Ιησού, σύμφωνα με τη χριστιανική δογματική, που αποτελεί μεγάλο μυστήριο της χριστιανικής πίστης, αλλά και τη βάση της σωτηρίας των ανθρώπων. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία, όταν έφτασε το… …   Dictionary of Greek

  • κτήμα — Επίσημη ονομασία της κυπριακής πόλης Πάφου μέχρι το 1971. Βλ. λ. Πάφος. * * * και χτήμα, το (AM κτῆμα) [κτώμαι] 1. αυτό που αποκτήθηκε από κάποιον, αυτό που κατέχει κάποιος, αυτό που ανήκει στην κυριότητα κάποιου (α. «αυτό το βιβλίο δεν είναι… …   Dictionary of Greek

  • κτήση — η (AM κτῆσις, έως, Α ιων. γεν. ιος) 1. απόκτηση, πρόσκτηση, κατοχή («χρημάτων καὶ κτημάτων κτῆσιν», Πλάτ.) 2. αυτό που κατέχει κάποιος, ιδιοκτησία, περιουσία, κτήμα («κτῆσίν τε ἔχειν τῶν χρυσείων μετάλλων ἐργασίας», Θουκ.) νεοελλ. ξένη χώρα που… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… …   Dictionary of Greek

  • Φιλιππίνες — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία των Φιλιππινών Συντομευμένη ονομασία: Φιλιππίνες Εκταση: 300.000 τ.χλμ. Πληθυσμός: 84.525.639 (2002) Πρωτεύουσα: ΜανίλαΚράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Βρίσκεται ανατολικά του Βιετνάμ και βρέχεται από τη νότια Σινική …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ДАМАСКИН — Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) Прп. Иоанн Дамаскин. Икона. Нач. XIV в. (скит св. Анны на Афоне) [греч. ᾿Ιωάννης ὁ Δαμασκήνος, ὁ Χρυσορρόας, лат. Ioannes Damascenus] (2 я пол. VII в., Дамаск до 754 г.), прп. (пам …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”